Η Ελένη Γκαγιέ περιγράφει τη Σύρο ως ένα νησί διαφορετικό από τα τυπικά κυκλαδονήσια που έχουν στο μυαλό τους οι ξένοι καταλήγοντας ότι η κύρία διαφορά του με όλα τα υπόλοιπα, που ταυτόχρονα αποτελεί και συγκρητικό της πλεονέκτημα, είναι το γεγονός ότι η πόλη βρίσκεται μια ανάσα απο την παραλία και δεν έχεις το δίλημμα να διαλέξεις αν θα μείνεις στη χώρα ή κοντά στην πλαζ.
Γράφει η Γκαγιέ:
«Καθώς ο σύζυγός μου Εμίλιο και εγώ ήμασταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα του Airbnb μας, συνειδητοποίησα ότι τελείωνε η συμφωνία για το σπίτι. Κοιτάζοντας τη σκάλα που οδηγούσε στο... Αιγαίο, του είπα ότι απλά θα πέσω στον ωκεανό...
"Κάθε φορά που μπορείς να λες κάτι τέτοιο είναι μια καλή μέρα'', μου απάντησε.
Κάθε καλοκαίρι, αφού επισκεφθούμε τους συγγενείς μου στη Βόρεια Ελλάδα, ο σύζυγός μου και τα δύο μικρά παιδιά μας - η Αμαλία 6 ετών και ο Νίκος 3 - ξεκινάμε να ανακαλύψουμε νέα μέρη στη χώρα που αποτελεί κάτι τόσο νέο για εμάς. Και κάπως έτσι, βρεθήκαμε στο κυκλαδίτικο νησί της Σύρου. Και μέσα σε μισή ώρα μπορούσαμε ήδη να πούμε ότι είχαμε κάνει μια καλή επιλογή. Σε άλλα νησιά, όπως στο γειτονικό της Μυκόνου, αναρωτιόμασταν αν θα μείνουμε στην πόλη ή στην παραλία. Εδώ βρισκόμασταν στην καρδιά της Ερμούπολης, της πρωτεύουσας των Κυκλάδων -ένα Ιταλικό όνειρο με pallazzos, θέατρα και καφετέριες που φιλοξενούν το ήμισυ του πληθυσμού της Σύρου- αλλά η θάλασσα ήταν δυο βήματα από την πόρτα μας.
Ενώ η Σύρος βρίσκεται στην ίδια ακτοπλοϊκή γραμμή με τη Μύκονο, μόνο μια μικρή μερίδα των ξένων τουριστών την επιλέγουν εν τέλει, ίσως επειδή θεωρείται από χρόνια, περισσότερο ένας εμπορικός, βιομηχανικός και ναυπηγικός κόμβος, παρά ο απόλυτα τουριστικός προορισμός.
Με λιγότερες εντυπωσιακές παραλίες από ό,τι τα περισσότερα Κυκλαδονήσια, η Σύρος δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έχουν στο μυαλό τους οι περισσότεροι για τις Κυκλάδες, με τα μικρά ασβεστωμένα χωριά, που ονειρεύεται να επισκεφθεί κάθε Αμερικανός που σέβεται τον εαυτό του.
Οι επισκέπτες που έρχονται στη Σύρο -η πλειοψηφία τους από τη Γαλλία και τη Σκανδιναβία- ενδιαφέρονται για τα φεστιβάλ και την ακμάζουσα καλλιτεχνική σκηνή, τα περισσότερα από 1.300 Νεοκλασικά κτήρια και την απίστευτη κουζίνα του νησιού.
Αν η Ερμούπολη κάνει τη Σύρο να μην έχει καμία σχέση με τα υπόλοιπα Κυκλαδονήσια, το γεγονός ότι το νησί έχει μια ακμάζουσα πόλη δίπλα στη θάλασσα το καθιστά τόπο λατρείας για όσους ενδιαφέρονται για τη ζωή πέρα από την παραλία. Κοιτώντας τα κύματα που έσκαγαν κάτω από το δωμάτιό μας, κοίταξα τα περίφημα ιταλικά pallazzos. Οι έφηβοι έφευγαν από τη μεγάλη αποβάθρα, το σημείο κολύμβησης στην πόλη. Στην κορυφή του λόφου που υψώνεται από πίσω, εντυπωσίαζε ο μπλε-χρυσός θόλος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, πολιούχου των ναυτικών. Συνειδητοποίησα ότι η θέα της Ερμούπολης από τη θάλασσα είναι ακόμα πιο εκπληκτική από την θέα της θάλασσας από τη στεριά.
Εκείνο το βράδυ, έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει ξανά το ταβάνι του θεάτρου Απόλλων, το οποίο άνοιξε το 1864 και χτίστηκε με βάση των πρωτύπων της Σκάλας του Μιλάνου και άλλων ιταλικών θεάτρων.
Παρακολουθούσαμε την εναρκτήρια νύχτα του Φεστιβάλ Αιγαίου, ενός Φεστιβάλ που διαρκεί δύο εβδομάδες κάθε χρόνο τον Ιούλιο και περιλαμβάνει εκδηλώσεις όπερας, μουσικής και χορού. Ο ελληνοαμερικανός ηθοποιός Πίτερ Τιμωρίδης, ιδρυτής του φεστιβάλ, προέτρεψε το κοινό να παρατηρήσει τις τοιχογραφίες του θεάτρου. Ο εξωτερικός δακτύλιος δείχνει τον Βέρντι, τον Μπελίνι, τον Δάντη και τον Μότσαρτ. Ο εσωτερικός δακτύλιος τον Όμηρο, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη.Μια... διπλωματική εκπροσώπηση της ανάμειξης πολιτισμών που συνεχίζει να ευδοκιμεί στη Σύρο.
Η σύγχρονη Σύρος δημιουργήθηκε από τους απογόνους βενετσιάνων εμπόρων που εγκαταστάθηκαν στην Άνω Σύρο, ένα χωριό ψηλά, πάνω από το λιμάνι, το 13ο αιώνα.
Μετά τον πόλεμο του 1821, πρόσφυγες από άλλα νησιά ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Ανω Σύρο. Οι μόνιμοι κάτοικοι, οι εκ της Ιταλίας ορμώμενοι, τους ανάγκασαν να μετακινηθούν προς τα κάτω, εκεί που βρίσκεται η σημερινή Ερμούπολη.
Οι νεοφερμένοι Συριανοί, κυρίως ναυτικοί και έμποροι, ήταν αρκετά εύποροι και έφεραν γνωστούς αρχιτέκτονες της εποχής για να φτιάξουν τα νεοκλασικού τύπου σπίτια τους, με αποτέλεσμα να μεταμορφώσουν την Ερμούπολη από ένα βραχώδες λιμάνι σε μια κομψή πόλη.
Σήμερα, οι απόγονοι των Ιταλών και των Ελλήνων αναμειγνύονται, υπάρχουν πολλά μεικτά ζευγάρια τα οποία μάλιστα κάνουν και διπλούς γάμους, πρώτα στην καθολική εκκλησία και έπειτα στην ορθόδοξη».
Η δημοσιογράφος ξεχώρισε φυσικά και τις καλύτερες ταβέρνες του νησιού. Αλλωστε, τονίζει ότι η Σύρος φημίζεται για το υπέροχο φαγητό της.
«Στα περισσότερα ελληνικά νησιά, οι άνθρωποι πηγαίνουν από παραλία σε παραλία. Στη Σύρο, πηγαίνουν από εστιατόριο σε εστιατόριο», γράφει και αναφέρει τρία εστιατόρια που ξεχώρισε:
Το Peri Tinosthis, ακριβώς στο λιμάνι (ενήργησα σαν τουρίστας όταν φωτογράφισα το σεβίτσε μου, αλλά αισθάνθηκαν σαν να τρώω στο σπίτι μου όταν ο σερβιτόρος κάθισε και έμαθε στο παιδί μου πώς να ξεκοκαλίζει ένα ψάρι)
Το Lili’s στον κεντρικό δρόμο. Μας έστειλε ένας ντόπιος. Κλασική ταβέρνα, παραμένει ίδια και απαράλλακτη από το 1953, όταν άνοιξε.
Το αγαπημένο ήταν το Allou Yialouthis, έξω από την Ερμούπολη.
Επίσης, περιγράφει ότι επισκέφθηκε την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου όπου θαύμασε έναν πίνακα του Ελ Γκρέκο που ανακαλύφθηκε το 1982. Βρισκόταν εκεί για περισσότερο από έναν αιώνα πιθανότητα από κάποιον πρόσφυγα από την Κρήτη. Κανείς, όμως, δεν τον είχε εντοπίσει.
Αναφέρει ακόμη ότι η εικόνα που τραβούσε τη μεγαλύτερη προσοχή ήταν μια της Παρθένου Μαρίας καλυμμένης με τάματα. Ενας άλλος επισκέπτης, ένας άνδρας με σορτς, είχε αφήσει το προηγούμενο καλοκαίρι το πανάκριβο ρολόι του στη συγκεκριμένη εικόνα. «Ηλία ξαναγύρισες;», τού φώναξε ο παππάς της εκκλησίας αγκαλιάζοντάς τον.
«Οπως πολλοί άλλοι και εγώ ερωτεύτηκα τη Σύρο...», καταλήγει και όλοι καταλαβαίνουμε τους λόγους.