Πέμπτη, 03 Σεπτεμβρίου 2015 12:06

Πεζοπορία στα παρατηρητήρια της Μάνης

Από τους Financial Times: O Ιστορικός William Dalrymple εξερευνά τα άγρια βουνά και τις αρχαίες εκκλησίες της νότιας Πελοποννήσου.

Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τη Μάνη ήταν μέσα από τις λογοτεχνικές σελίδες και τα ταξίδια του γκουρού, Patrick Leigh Fermor. O Paddy δημοσίευσε τη Μάνη περιγράφοντάς την στο BBC ως «η διασταύρωση μεταξύ του Indiana Jones, του James Bond και του Graham Greene»: Ταξίδια στη Νότια Πελοπόννησο του 1958. Ήταν το πρώτο βιβλίο που έγραψε για την Ελλάδα και με πολλούς τρόπους παρουσίαζε αυτό το μεγάλο του πάθος: ένα τραγούδι αγάπης για την άκρη της νότιας ακτής της Πελοποννήσου. Αυτός ο τόπος αποτελούσε το μέρος όπου ένιωθε πολύ ευτυχισμένος ο ίδιος και τον τόπο που επέλεξε στο τέλος να εγκατασταθεί και να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Για τον Paddy, η Οθωμανική Μάνη ήταν για την Ελλάδα ό,τι ήταν η Κορνουάλη για τη Βρετανία τον 18ο αιώνα: το πιο απομακρυσμένο μέρος, αποκομμένο από την υπόλοιπη χώρα λόγω της μεγάλης του απόστασης με απρόσμενες παλίρροιες και άγρια βράχια, κατοικία των φοβερών ληστών, των «ιπποτικών» λαθρεμπόρων και των γενναίων πειρατών. Ήταν, όπως ο ίδιος αρεσκόταν να επισημαίνει, το νοτιότερο κομμάτι της ηπειρωτικής Ελλάδας: μόνο ελάχιστα νησιά μεσολαβούσαν ανάμεσα στον Κάβο του Ματαπά, που βρισκόταν στο άκρο της χερσονήσου και της τοποθεσίας της σπηλιάς, όπου εκεί σύμφωνα με τους αρχαίους ήταν «το στόμα του Άδη» και η ακτογραμμή της βορείου Αφρικής.

Μετά από πολλά χρόνια, λίγο πριν το θάνατό του Paddy το 2011, επισκέφτηκα το σπίτι που είχε χτίσει σε ένα χωριό της Μάνης, στην Καρδαμύλη. Το αρχοντικό του ήταν το πιο ωραίο σπίτι συγγραφέα που είχα αντικρίσει ποτέ, σχεδιασμένο και ένα μέρος χτισμένο από τον ίδιο σε έναν ελαιώνα. Απείχε μόλις 1 χλμ. από τη χώρα και είχε θέα ένα μικρό παράκτιο νησάκι. Κάθε πρωί, μέχρι να τον σταματήσει μια εγχείριση καρδιάς, του άρεσε να κολυμπάει γύρω από αυτό το νησάκι και ύστερα να επιστρέφει και να απολαμβάνει το πρωινό του στο σπίτι.

Ωστόσο, μετά το θάνατο του Paddy, το αρχοντικό δόθηκε στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα. Σε μια από τις πιο πρόσφατες επισκέψεις μου κατάφερα να περιηγηθώ στη Μάνη ακολουθώντας τα μελαγχολικά κύματα. Έκανα μια απόσταση περίπου 90' προς νότια. Παλιά ταβερνάκια μέσα σε αμπελώνες και παλιά ξωκλήσια με κατακόκκινους τρούλους μέσα σε ένα συνονθύλευμα από ελαιώνες. Οι πιο χαμηλές πλαγιές ανέρχονταν σε απότομες και άγονες κορυφές λόφων και σε μια από αυτές βρισκόταν το κατάλευκο χωριό του Κότρωνα, που προλειαίνει το όμορφο σπίτι που θα ήθελα να μείνω. Κυριαρχούσε ένα γαλάζιο χρώμα που καθρέφτιζε τον κόλπο της νοτιοανατολικής ακτής της χερσονήσου και σε αυτό το σημείο μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει τα καράβια που έφταναν και έφευγαν, καθώς και τα βουνά που απλώνονταν  σε όλες τις γύρω πλευρές. Το σχέδιο μου πραγματοποιήθηκε με επιτυχία: Η διαδρομή μου στα βάθη της Μάνης, με στόχο να καταφέρω να αντικρίσω μόνος μου όλα αυτά τα τοπία που περιέγραφε με τόση αγάπη ο Paddy στο βιβλίο του.

Η έκπληξή μου ήταν ότι καθώς περνούσα από τα λοφάκια με τους κάκτους ανάμεσα στους πυργίσκους με το κίτρινο Verbascum και τα ξηρά χόρτα σε μια ευθεία από μικρούς κέδρους, αυτό που ανακάλυψα ήταν ότι η αγριότητα της Μάνης μου θύμιζε πολύ λιγότερο τοπίο βουκολικής Μεσογείου και πολύ περισσότερο τα πανέμορφα ψυχρά βουνά των βορειοδυτικών συνόρων του Πακιστάν. Οι ταραχώδεις Μανιάτες, όπως και οι κάτοικοι του νοτίου Αφγανιστάν διαθέτουν μια αρχαία παράδοση από βεντέτες, οι οποίες τους επιτρέπουν να ζουν σε οχυρωμένους πύργους που κατέχουν ακόμα τα μόνιμα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της θρησκείας τους. Και στις δυο περιπτώσεις, κάθε άνθρωπος είναι ένας οπλαρχηγός και ο καθένας καλλιεργεί από ένα οχυρό.

«Σε αυτούς τους αγώνες,» έγραψε ο Paddy, «το πρώτο χτύπημα ποτέ δεν γίνεται χωρίς προειδοποίηση. Ο πόλεμος κηρυσσόταν πάντοτε από την προκλητική πλευρά. Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν: Είμαστε οι εχθροί! Προσοχή! Ύστερα και οι δυο πλευρές θα έμπαιναν στους πύργους τους, ο πόλεμος λάμβανε χώρα εκεί μέσα, και με όποια μέσα και αν ο ένας κατέστρεφε τον άλλον, ο αγώνας θεωρούνταν δίκαιος.» Τα μέσα που διέθεταν περιλάμβαναν, «βομβαρδισμούς πάνω από τους πύργους με πέτρες σπάζοντας τις μαρμάρινες σκεπές τους, έτσι λοιπόν οι πύργοι άρχιζαν να ενισχύονται σιγά-σιγά κατά τη διάρκεια των περιόδων ανακωχής, μπλοφάροντας με αυτό τον τρόπο τους εχθρούς τους με έναν ακόμα όροφο.» 

Προφανώς μόνο ένα πράγμα ήταν δυνατόν να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες πλευρές των Μανιατών: «μια τουρκική επιδρομή, που θα συνέβαινε ξαφνικά και θα διατάρασσε τις ιδανικές περιόδους εσωτερικής αρμονίας, κάνοντάς τους να πάρουν τα όπλα και να συνδράμουν για κοινό σκοπό».

Μια τέτοια στιγμή ήρθε το 1826, όταν ο οθωμανικός στρατός με αρχηγό τον Ιμπραήμ Πασά έφτασε με σκοπό να συντρίψει την αντίσταση των πιο ανεξάρτητων Ελλήνων υπηκόων του σουλτάνου. Από τη στιγμή εμφάνισης της Υψηλής Πύλης του σουλτάνου, οι Μανιάτες έγιναν πειρατές και ληστές και ένα αγκάθι στη σάρκα της έντιμης τουρκικής ναυτιλίας εμπόδιζε τις δραστηριότητές της στην περιοχή της Μεσογείου. Οι Μανιάτες, ωστόσο, είχαν μάλλον μια εντελώς διαφορετική άποψη για τον εαυτό τους: θεωρούνταν ως το λουλούδι της ελληνικής γενναιότητας, καθώς πίστευαν ότι αντιπροσώπευαν τους τελευταίους καθαρόαιμους απογόνους των αρχαίων βασιλέων της Σπάρτης και των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Και οι δυο αυτές πλευρές, είχαν καταστραφεί για έναν γενναίο αγώνα που στο τέλος τον κέρδισαν. 

Προκειμένου να σταματήσουν την πορεία του Ιμπραήμ, οι Μανιάτες συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στην περιοχή της Βέργας, στην είσοδο των απομονωμένων περασμάτων των βουνών του Ταϋγέτου, στο βόρειο άκρο της περιοχής. Ο Ιμπραήμ, όμως, αποφάσισε να πραγματοποιήσει, προς έκπληξή τους, μια θαλάσσια επίθεση στην περιοχή της Αρεόπολης, που ήταν μακριά από το νότο και οι πατριώτες την είχαν αφήσει απροστάτευτη. Ο Ιμπραήμ με επιτυχία αγκυροβόλησε με 1500 αιγυπτιακά καράβια στα παράλια του Διρού, νότια της Καρδαμύλης, ενός εξαιρετικού φυσικού μέρους όπου οι κορυφές του Ταϋγέτου βυθίζονται στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου, τόσο καθαρά, όσο είναι και στις μέρες μας, που ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να δει τα απομεινάρια των ναυαγίων που βρίσκονται στο βυθό της θάλασσας. Σύντομα, τα οθωμανικά στρατεύματα βάδισαν προς την ενδοχώρα από τα παράκτια μονοπάτια. Διέπραξαν λεηλασίες και κατευθύνθηκαν προς τα τείχη της Αρεόπολης.

Ο Ιμπραήμ Πασάς δεν είχε όμως λάβει υπόψη του καθόλου τις γυναίκες της Μάνης. Όταν χτύπησαν οι καμπάνες στα καμπαναριά των βυζαντινών εκκλησιών, μερικές εκατοντάδες γυναίκες που βρίσκονταν έξω στη συγκομιδή συγκρούστηκαν με τους Οθωμανούς βαστώντας στα χέρια τους τα δρεπάνια και τα αγροτικά τους εργαλεία.  Σε λίγες ώρες, όσοι Αιγύπτιοι κατάφεραν να επιβιώσουν έτρεχαν προς τα καράβια τους και διηγούνταν όσα βίωσαν. Μόνο τριάντα σώθηκαν. Μια εκδοχή αυτής της ιστορίας την διηγούνται ακόμα και σήμερα στη Μάνη.

Σύγχρονοι περιηγητές της περιοχής δείχνουν ένα αίσθημα συμπάθειας για αυτούς τους Αιγύπτιους. Οι απόγονοι των σκληρών αυτών Μανιατισσών ακόμα κρατούν την παράδοση ζωντανή, και τη σημερινή εποχή κρατούν τα κλειδιά των εκκλησιών του χωριού τους με την ίδια πυγμή που υπερασπίζονταν εκείνες κάποτε την Αρεόπολη. Όπως το γνώριζε ο Paddy, και το έγραφε τόσο ωραία, η Μάνη διαθέτει μερικά από τα πιο αρχαία και βυζαντινά ξωκλήσια και βασιλικές στην Ελλάδα, που βρίσκονται διάσπαρτα ανάμεσα σε ελαιώνες πάνω σε απότομους γκρεμούς. Όμως κανένας ταξιδιώτης δεν είναι τόσο εύκολο να μπει μέσα και να δει τις διάσημες τοιχογραφίες τους, αφού πρώτα πρέπει να βρει τις γιαγιάδες που κρατούν τα κλειδιά και να τις πείσει να τον αφήσουν να δει με προσοχή αυτά τα τόσο ιερά μέρη.

Αυτό ίσως είναι πολύ πιο δύσκολο απ' όσο ακούγεται. Στην αρχή, προσπάθησα να μπω μέσα στον περίφημο ναό των Ταξιαρχών του 11ου αιώνα στο χωριό Χαρούδα. Πήρα οδηγίες από την Αντωνία, μια μαυροφορεμένη χήρα που φαινόταν στην όψη τόσο αρχαία σαν να έχασε τον άντρα της από τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ Πασά.

«Ναι», είπε με μια βαθιά υποψία στη φωνή της, αυτή κρατούσε τα κλειδιά, όμως ήταν η ώρα του μεσημεριανού φαγητού της. Έπρεπε να ξανάρθω σε μια ώρα. Πράγματι έκανα όπως μου είπε. Αποφάσισα να περπατήσω στην ακτή μέχρι εκείνη να ξυπνήσει και μόλις επέστρεψα, μου είπε ότι της ήταν αδύνατον να με πάει στην εκκλησία, καθώς έπρεπε να ταΐσει τα δισέγγονά της και μετά να φροντίσει τα γαϊδουράκια της, «θα μπορούσες να ξανάρθεις αύριο το πρωί;».

Ήταν πριν τις 7, μετά από παρακάλια όταν κατάφερα να πάρω το αρχέγονο κλειδί και να ακολουθήσω τη γυναίκα μέχρι την εκκλησία που βρισκόταν στην άκρη του χωριού. Ο ήλιος είχε αρχίσει τώρα να βυθίζεται αργά μέσα στους λόφους ύστερα από μια ζεστή μέρα.

Το εκκλησάκι -ήταν στην πραγματικότητα λίγο μεγαλύτερο από ένα παρεκκλήσι- πολύ μικρό αλλά αρκετά όμορφο. Διέθετε έναν θόλο, κεραμοσκεπή και στοές γύρω από τα παράθυρα, των οποίων τα τούβλα ήταν φτιαγμένα από κατακόκκινη λάσπη. Βρισκόταν σε ένα βραχώδες τοπίο με πικροδάφνες στην άκρη ενός ελαιώνα και ήταν χτισμένο από πέτρα στο χρώμα του χαλουμιού. Αφού η Αντωνία γύρισε το κλειδί στην πανάρχαια κλειδαριά και διέσχισε για λίγο μόνη της τον χώρο, ύστερα μόνο με άφησε να μπω μέσα.

Τίποτα δεν θα μπορούσε να με προετοιμάσει για αυτή τη μαύρη μελαγχολική και λυπηρή ομορφιά που προσέδιδε ο τοίχος με τις τοιχογραφίες των μανιάτικων εκκλησιών. Αλλά από απόσταση φαινόταν ο τοίχος της εκκλησίας της Χαρούδας ιδιαίτερα λεπτός. Ο ανώνυμος ζωγράφος είχε μια ιδιαιτερότητα να δίνει μια σκιά από ένα μαύρο τρίγωνο κάτω από τα βλέφαρα. Στόχος του ήταν να ενισχύσει τον ασκητισμό και να προσδώσει μια μελαγχολική θλίψη και εκείνη την ώρα σκέφτηκα ότι τους είχε δώσει ένα τόσο παράξενο βλέμμα, όπως το βλέμμα του Pierrot στην Commedia dell' Arte. Ένα πρόσωπο του Χριστού Παντοκράτορα διακοσμούσε την τοιχοποιία του θόλου, τα χέρια του άνοιγαν σαν να δέχεται έκπληκτος τα θαύματα της δικής του δημιουργίας. Δίπλα του, σειρές από σεραφείμ και χερουβίμ στέκονταν με ανοιχτά τα φτερά τους. Μια φάλαγγα προφητών βρισκόταν τοποθετημένη στο κατώτερο τμήμα του τυμπάνου. Πιο δίπλα, στυλίτες κήρρυταν από τους πυλώνες και πατριάρχες με μονόχρωμα άμφια κρατούσαν τις Βίβλους τους και περήφανα εμφάνιζαν τα σύνεργα του μαρτυρίου τους. Κάποιοι μάρτυρες άρπαζαν τις σάρκες τους και έβγαζαν τα μάτια τους πάνω από τους τοίχους του σηκού. Στο πίσω μέρος, απεικονίζονταν παρθένες και άγιοι τόσο μεγαλειώδεις σαν τα απόκρημνα βουνά του Ταϋγέτου, οι άνδρες και οι οδοντωτοί βράχοι των βουνών έμοιαζαν σαν να συγγενεύουν με απόλυτη σαφήνεια.

Οι πιο εντυπωσιακές εικόνες βρίσκονταν στο δυτικό κομμάτι, δίπλα στο προπύλαιο, όπου η σιλουέτα της Αντωνίας διαγραφόταν κάτω από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Αυτές φώτιζαν το πέτρινο πάτωμα, που απεικόνιζε ένα ζευγάρι νεαρών Βυζαντινών στρατιωτών: ο ένας νέος ήταν ο Άγιος Γεώργιος επάνω στο λευκό του άλογο με την πανοπλία του να λάμπει και να κρατά το κοντάρι του. Δίπλα του, ελαφρώς προς τα αριστερά στεκόταν ο Άγιος Δημήτριος ακουμπισμένος στο ακόντιό του με το αστραφτερό παλτό του και ένα τόξο κρεμασμένο στον ώμο του σαν αθλητής. Ίδιοι με το πρότυπο των Μανιατών που αντιστέκονται στην καταπάτηση του έξω κόσμου.

Παρατηρώντας και τους δυο με την Αντωνία, ήταν αδύνατον να μην πιστέψει κανείς όλους αυτούς τους παλιούς θρύλους: αυτοί ήταν αξιοπαρατήρητοι, σκληροί και ανεξάρτητοι αληθινοί Μανιάτες, όμοιοι με τους τελευταίους απογόνους των Σπαρτιατών, οι οποίοι κατέφυγαν εδώ όταν καταστράφηκε η ηγεμονία τους στον Ταΰγετο και ο αγώνας τους εκεί πάνω έληξε. 

Πηγή: Financial Times / Απόδοση κειμένου στα Ελληνικά: Πένυ Γεωργάκα