Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του ΣΕΤΕ, σχετικά με τις διεθνείς αεροπορικές αφίξεις στα κυριότερα αεροδρόμια της χώρας, συνεχίστηκε η εντυπωσιακή αύξηση και κατά τη διάρκεια του Αυγούστου καταγράφοντας +13,6% σε σχέση με τον Αύγουστο του 2013. Σε επίπεδο οκταμήνου, η αύξηση αγγίζει το +15,8% σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι.
Με βάση τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της τουριστικής περιόδου, ο ΣΕΤΕ προχωρά στην αναθεώρηση των στόχων για το 2014 σε 19,5 εκατ. διεθνών αφίξεων (προηγούμενη εκτίμηση, 19 εκατ.), συνολικά 21,5 εκατ. συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας και σε 13,5 δισ. Ευρώ άμεσων εσόδων (προηγούμενη εκτίμηση, 13 δισ. Ευρώ) συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας, αντίστοιχα. Ιδιαίτερα σημαντική εκτιμάται ότι θα είναι η συνεισφορά του τουρισμού στην ενίσχυση άλλων τομέων της οικονομίας, όπως η γεωργική παραγωγή, η μεταποίηση και το εμπόριο, αλλά και στην απασχόληση, με τη δημιουργία 80.000 έως 100.000 νέων θέσεων εργασίας, με την παράλληλη υποστήριξη των ασφαλιστικών ταμείων λόγω της μείωσης των εσόδων που έχει προκύψει από άλλους τομείς της οικονομίας.
Σημειώνεται, πως οι στόχοι θα επιτευχθούν, παρά τις απώλειες τουριστικών εσόδων για το τρέχον έτος, λόγω της κρίσης σε Ρωσία και Ουκρανία, οι οποίες υπολογίζεται ότι θα ανέλθουν σε περίπου 300 εκατ. Ευρώ.
Οι αναφερόμενοι στόχοι επιτυγχάνονται 2-3 χρόνια νωρίτερα από το αναμενόμενο, βάσει του «Οδικού Χάρτη 2021» για την ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού δημιουργώντας συνθήκες ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας άνω του 0,6% για το 2014. Ωστόσο και με αφορμή την επικείμενη διοργάνωση της 79ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ο ΣΕΤΕ, απευθυνόμενος στο σύνολο του πολιτικού κόσμου, οφείλει να επισημάνει ότι η εξαιρετικά θετική εικόνα της φετινής περιόδου επισκιάζεται από μια σειρά αναδυόμενων κινδύνων που ενδέχεται να ανακόψουν τη δυναμική της ανοδικής πορείας του ελληνικού τουρισμού, κατά το 2015.
Στους κινδύνους αυτούς, συγκαταλέγονται, η επιδείνωση της ρωσο-ουκρανικής κρίσης, οι πολλαπλές εστίες ανάφλεξης στην ευρύτερη περιοχή μας, η μείωση των προοπτικών ανάπτυξης της ευρωζώνης, αλλά και η διατήρηση του Ευρώ σε μη ανταγωνιστικά επίπεδα.