Όπως εξηγεί ο ίδιος στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και το «Πρακτορείο 104,9 FM», η ζωή του άλλεξε όταν το χόμπι του, ένα εστιατόριο που άνοιξε αυτός και η οικογένειά του για να τους παρέχει επιπλέον εισόδημα, έγινε η κανονική του εργασία, ενώ το παστίτσιο του έχει γίνει περιζήτητο μεταξύ των πελατών του, οι οποίοι ταξιδεύουν ακόμα και μια ώρα για να το απολαύσουν κι ας μην μπορούν να το προφέρουν σωστά.
Γεύση Ελλάδας με προδιαγραφές ΗΠΑ
Η ιστορία του Έλληνα σεφ, που το τελευταίο διάστημα έχει κάνει viral στα κοινωνικά δίκτυα με εικόνες και βίντεο προετοιμασίας του πιάτου που προσφέρει στο εστιατόριό του να διαχέονται στις ηλεκτρονικές συσκευές, είναι μια ιστορία επιτυχίας με πυρήνα το φαγητό «που φέρνει όλους τους ανθρώπους πιο κοντά».
«Για να είμαι ειλικρινής, εμείς κάνουμε αυτό που πάντα κάναμε,τώρα έχουμε μια πιο έντονη έκθεση, ειδικά από κανάλια όπως τα social media, είτε το Facebook, είτε το Instagram, ο κόσμος μας δίνει σημασία ιδιαίτερη και νομίζω πως ο πραγματικός λόγος που γίνεται αυτό είναι το μέγεθος (σ.σ της μερίδας που σερβίρεται στους πελάτες). Είναι ένα ψηλό, υπερμεγέθες κομμάτι, όπως το έκανε πάντα η μητέρα μου», εξηγεί ο κ. Μυτιληναίος, ενώ περιγράφει πως οι πελάτες και τα ΜΜΕ ενθουσιάζονται και με τον τρόπο παρασκευής της μερίδας, που ζυγίζει «περίπου μιάμιση με δύο λίβρες το κομμάτι!».
Το ξεκίνημα, που οδήγησε στη δημιουργία του χώρου, έγινε όταν στην οικογένεια του κ. Μυτιληναίου άρχισαν να βλέπουν «την ανάγκη που είχε η γειτονιά για κάτι τέτοιο, ένα ελληνικό εστιατόριο, καθώς είναι μια τεράστια ελληνική κοινότητα αυτή που κατοικεί και σήμερα στο Queens της Νέας Υόρκης», εξηγεί ο νεαρός Έλληνας ιδιοκτήτης.
«Σήμερα είναι το μόνο σημείο στη γενική περιοχή της Νέας Υόρκης, στο οποίο μπορεί κανείς να πάει για να φάει ελληνικό φαγητό. Ανάμεσα στη μετακίνηση, την κυκλοφορία, χρειάζεται μία ώρα για να έρθει κανείς, μία για να επιστρέψει, το εστιατόριό μας είναι το μόνο σημείο στο οποίο έρχονται (σ.σ, οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης) για ελληνικό φαγητό» εξηγεί.
Η Αμερική αναζητεί ποιοτικό φαγητό και γεύσεις
«Το φαγητό που ζεσταίνεις στα μικροκύματα ήταν κάτι που ήθελαν οι Αμερικανοί και οι Νεοϋορκέζοι πριν από πολλά χρόνια, σήμερα είναι διαφορετικά. Ο κόσμος πιστεύω πως είναι πολύ πιο ενημερωμένος για ό,τι βάζει στο σώμα του, κάτι που είναι καταπληκτικό αφού θέλουν να έχουν πολύ καλύτερη υγεία» εξηγεί ο κ. Μυτιληναίος και μοιράζεται μαζί μας κάποιες από τις εικόνες που συνθέτουν την καθημερινότητα ενός Έλληνα που εργάζεται στον πολύ απαιτητικό τομέα της εστίασης στις ΗΠΑ.
«Η δουλειά που κάνω είναι κάτι που δεν είχα ονειρευτεί ποτέ πως θα κάνω, ο πατέρας μου εργαζόταν στις κατασκευές, ήταν μόνο η μητέρα μου εκείνη που εργαζόταν στον χώρο της εστίασης για μικρό διάστημα, όταν ήταν νεαρή, σε καταστήματα στη Νέα Υόρκη» περιγράφει ο κ. Μυτιληναίος, που πλέον υποδέχεται τακτικά δημοσιογράφους, food bloggers και vloggers στην κουζίνα του.
Μια ελληνική οικογένεια και μια «οικογένεια γεύσης»
Ένα από τα τα πέντε παιδιά μας οικογένειας, που από τα τέλη της δεκαετίας του '60 δίνει μια διαρκή μάχη να εξασφαλίζει την επαγγελματική επιτυχία, ο Αναστάσιος Μυτιληναίος -«μπορείς να με λες και Τάσο όπως η μητέρα μου» θα μας πει- δεν εργαζόταν πάντα στην εστίαση. Για την ακρίβεια δούλεψε πολλά χρόνια στο χώρο των κατασκευών μέχρι που η συγκυρία και μια οικογενειακή ιδέα έφερα το «Somethingreek» στη ζωή του.
«Η ελληνική κουζίνα εκ φύσεως είναι ιδιαίτερα καθαρή, υγιεινή και "διαίτης", είμαι -κι εγώ ακόμη- τυχερός που με αυτήν την κουζίνα μεγάλωσα καθημερινά αλλιώς κι εγώ θα είχα... πολύ βάρος!» σχολιάζει ο κ. Μυτιληναίος, ενώ περιγράφει μια οικογένεια που έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό ακόμη και σήμερα το συναισθηματικό δέσιμο.
Από την άλλη πλευρά, ως μια «δεύτερη οικογένεια» χαρακτηρίζει ο κ. Μυτιληναίος το προσωπικό του «Somethingreek», όπου εργάζονται πάνω σε ελληνικές γεύσεις, πέρα από το πιάτο που έχει κάνει γνωστό τον χώρο, σε άτομα από όλο τον κόσμο. «Η Κέλι είναι που διευθύνει, ο ένας Κώστας είναι που αναλαμβάνει το ψήσιμο μαζί με τον Μάνο, ενώ στην ομάδα είναι ακόμη ένας Κώστας, που αναλαμβάνει τις παραδόσεις, ο Όσκαρ και ο Τζέρεμι» λέει.
«Κάθε ημέρα είναι όλα λίγο διαφορετικά (...) ξεκινάω με έναν ελληνικό καφέ, κάθε ημέρα έχει κάτι νέο, οι πωλητές, τα υλικά, είναι η επιθυμία της μητέρας μου, φτάνω στο χώρο γύρω στις 11, καμιά φορά λίγο νωρίτερα και πολλές φορές είμαι αυτός που ανοίγω» σημειώνει ο κ. Μυτιληναίος και εξηγεί πως το προσωπικό είναι μεν κυρίως Έλληνες, αλλά υπάρχουν πάντα όσοι έρχονται από την κοινωνία της Νέας Υόρκης για να σχηματίζουν την ομάδα.
«Είμαι πολύ τυχερός που κάνω αυτό που αγαπώ» καταλήγει και μας αποχαιρετά για να ετοιμάσει τι άλλο; Μια υπέροχη μερίδα παστίτσιο!