Η ιδέα γεννήθηκε το 2005 και υλοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2009, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σοφοκλής Παναγιώτου και συνεχίζει: «Ξεκινήσαμε να δραστηριοποιούμαστε σε μια εποχή που η μικροζυθοποιία στην Ελλάδα ήταν ελάχιστα γνωστή, καθώς εκείνη την περίοδο υπήρχαν πέντε μικροζυθοποιίες.
Δυστυχώς το 2009, οι επιλογές του καταναλωτή στην ελληνική μπύρα ήταν ποσοτικά και γευστικά πολύ περιορισμένες. Προερχόμενος από τον χώρο του κρασιού, στόχος μας ήταν να δημιουργήσουμε φρέσκες, μη παστεριωμένες μπύρες, με έντονα αρώματα και ιδιαίτερες γεύσεις, γαστρονομικά προϊόντα που θα ανέτρεπαν την προϊοντική μονοτονία και θα αποτελούσαν μια μοναδική εμπειρία για τον καταναλωτή. Προσωπικά πιστεύω ότι ο λυκίσκος είναι το «σταφύλι» της μπύρας, και η διαφοροποίηση των προϊόντων μας στηρίζετε στη χρήση μοναδικών ποικιλιών λυκίσκου από όλο τον κόσμο. Όραμά μας είναι να γίνουμε η ελληνική μικροζυθοποιία που στη συνείδηση του καταναλωτή, τα προϊόντα της θα είναι συνώνυμα της γαστρονομικής απόλαυσης και θα αποτελέσουν σημεία αναφοράς για τη διαφοροποιημένη ελληνική μπύρα».
Septem στα λατινικά σημαίνει επτά που είναι ο αριθμός της δημιουργίας και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους ιδρυτές της μικροζυθοποιίας, καθώς κάθε τύπος μπύρας φέρει το όνομα μιας διαφορετικής ημέρας. Η Μικροζυθοποιία Septem παράγει επτά εμπορικά προϊόντα που είναι διαθέσιμα όλο το χρόνο, καθώς και αρκετές εποχιακές one-off μπύρες, οι οποίες διανέμονται σε σούπερ μάρκετ και στην κρύα αγορά.
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σοφοκλής Παναγιώτου, συνιδρυτής της Septem και πρόεδρος στην Ελληνική Ένωση Ζυθοποιών «οι πωλήσεις της μικροζυθοποιίας κινούνται ανοδικά, ενώ τα προϊόντα της Septem τα τελευταία χρόνια έχουν αποσπάσει περισσότερα από 30 βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς, γεγονός που έχει συμβάλλει ουσιαστικά στην αναγνωρισιμότητα των προϊόντων μας στο εξωτερικό».
Εξίσου δυναμικά κινούνται οι εξαγωγές των προϊόντων που παράγει. Σύμφωνα με τον κ. Παναγιώτου, οι εξαγωγές αποτελούν το 23% του τζίρου της μικροζυθοποιίας Septem, ενώ ο στόχος για την επόμενη τριετία είναι οι εξαγωγές να προσεγγίσουν το 50% του τζίρου. Τα προϊόντα εξάγονται ήδη σε 12 χώρες και οι σημαντικότερες αγορές είναι η Αμερική, Αγγλία, Ολλανδία, Κύπρος και Γερμανία.
Μεγάλες οι προοπτικές ανάπτυξης της μικροζυθοποιίας
Στην Ελλάδα σήμερα δραστηριοποιούνται περίπου 35 μικροζυθοποιίες. Το νούμερο, σύμφωνα με τον κ. Παναγιώτου είναι αρκετά μικρό, σε σύγκριση με τον αριθμό των μικροζυθοποιίων στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο 2000 μικροζυθοποιίες, Γερμανία περίπου 1300, Ιταλία περίπου 1200 κτλ). Οι craft μπύρες μικρής παραγωγής στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν περίπου το 1% των πωλήσεων της ελληνικής αγοράς, ποσοστό πολύ χαμηλό αν αναλογιστεί κανείς ότι σε άλλες χώρες το ποσοστό κυμαίνεται από 5 έως 12%.
Σύμφωνα με τον κ. Παναγιώτου «η μικροζυθοποιία παρουσιάζει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και στο εξωτερικό. Μπορεί να ζούμε σε περίοδο οικονομικής κρίσης όπου η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών είναι περιορισμένη, ωστόσο ο Έλληνας και ο ξένος τουρίστας ψάχνει τα διαφοροποιημένα τοπικά προϊόντα, αναγνωρίζει την ποιότητά τους και τα επιλέγει».
Παράλληλα, ο κ. Παναγιώτου εστιάζει στην ανάγκη δημιουργίας κουλτούρας μπύρας στην Ελλάδα που θα βοηθήσει τον κλάδο να αναπτυχθεί περαιτέρω. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά ότι ο κλάδος της μικροζυθοποιίας μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο και να αλλάξει τα μέχρι σήμερα δεδομένα.
O ρόλος της Ελληνικής Ένωσης Ζυθοποιών
Η Ένωση Ελλήνων Ζυθοποιών ιδρύθηκε το 2004 με την συμμετοχή μόνο των μεγάλων ζυθοποιείων της χώρας. Η αλλαγή του καταστατικού το 2016, επέτρεψε την ισότιμη συμμετοχή των μικρών και μεγάλων ζυθοποιείων σε αυτή.
Ο Σοφοκλής Παναγιώτου, από τη θέση του προέδρου της Ένωσης, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι οι στόχοι της Ένωσης επικεντρώνονται στο εξής τρίπτυχο:
1. Στην ανάπτυξη της «κουλτούρας μπύρας», μέσα από ενέργειες και δράσεις που θα συμβάλλουν αφενός στην ενημέρωση του καταναλωτή και αφετέρου στην ενδυνάμωση της εικόνας του προϊόντος. Δυστυχώς η κατά κεφαλήν κατανάλωση μπύρας στην Ελλάδα μετά από οκτώ χρόνια κρίσης, έχει μειωθεί στα περίπου 34 λίτρα το χρόνο. Αν αναλογιστούμε ότι στην κατά κεφαλήν κατανάλωση, συμπεριλαμβάνονται τα σχεδόν 25 εκατ. τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας, αντιλαμβανόμαστε ότι οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου είναι πολύ σημαντικές. Επίσης πρέπει να προβάλλουμε το γεγονός ότι η μπύρα, με την προϋπόθεση της υπεύθυνης κατανάλωσης, αποτελεί ένα ασφαλές ποτό, που πολύ δύσκολα νοθεύεται και πλέον επιστημονικές μελέτες καταδεικνύουν ότι η ήπια κατανάλωση της, μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Τέλος, πρέπει να αντιληφθούμε ότι η μπύρα, όπως και το κρασί, αποτελεί ένα προϊόν γαστρονομίας. Οι διαφορετικοί τύποι μπύρας που μπορεί πλέον να δοκιμάσει ο καταναλωτής, μπορούν να συνοδεύσουν ιδανικά κάθε πιάτο την ελληνικής κουζίνας.
2. Στον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου, σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς, που θα επιτρέψει τη μείωση της γραφειοκρατίας, την αποτελεσματικότερο και ουσιαστικότερο έλεγχο του φορολογικού αντικειμένου και τέλος την αλλαγή του νόμου 2963/1922, ο οποίος βασίστηκε στον γερμανικό νόμο «περί καθαρότητας της μπύρας» και θέτει σημαντικούς περιορισμούς στους σύγχρονους ζυθοποιούς. Σε μια εποχή που η μικροζυθοποιία και η ζυθοποιία παγκοσμίως χαρακτηρίζεται από έμπνευση και δημιουργικότητα, μέσα από την χρήση νέων συστατικών (π.χ. φρούτων) που προσδίδουν μοναδικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά στα προϊόντα μας, καθιστώντας τα πιο ελκυστικά, δεν μπορούμε να παραμένουμε προσκολλημένοι σε μια νομοθεσία με τόσο περιοριστικό και αναχρονιστικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα πρέπει να αναλογιστούμε ότι αντίστοιχες ζυθοποιίες στο εξωτερικό έχουν την δυνατότητα να παράγουν αυτά τα προϊόντα, και εμείς τα εισάγουμε στην Ελλάδα!!!
Στο πλαίσιο αυτό, πρόσθεσε ότι «η Ένωση θα μπορούσε, σε αγαστή συνεργασία με τους κρατικούς φορείς, να προτείνει λύσεις προκειμένου η νομοθεσία να γίνει πιο ευέλικτη και να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις. Ουσιαστικά με αυτό τον τρόπο μπορούμε να διευρύνουμε την αγορά της μπύρας σε περισσότερους καταναλωτές, να αυξήσουμε την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων μας και να εξάγουμε μοναδικά προϊόντα με ελληνική ταυτότητα σε όλο τον κόσμο».
3. Την ανάληψη δράσεων που θα συμβάλλουν στην ανάδειξη της εικόνας της ελληνικής μπύρας στο εξωτερικό και θα βοηθήσουν την διείσδυση των προϊόντων μας σε νέες αγορές στόχους. Ο Σοφοκλής Παναγιώτου τονίζει ότι «πρέπει να αξιοποιήσουμε ευρωπαϊκά προγράμματα που θα βοηθήσουν όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου, ανεξαρτήτως μεγέθους, να προβάλλουν επώνυμα την ελληνική μπύρα σε ξένες αγορές».
Η ζυθοποιία μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας
Ο κλάδος της ζυθοποιίας αποτελεί μοχλό ανάπτυξης και στήριξης της ελληνικής οικονομίας, καθώς, όπως επισημαίνει ο κ. Παναγιώτου, «η ετήσια συνεισφορά του κλάδου στα φορολογικά έσοδα υπολογίζεται στα 640 εκατ. ευρώ, ενώ στα 494 εκατ. ευρώ εκτιμάται η προστιθέμενη αξία στην εγχώρια αλυσίδα παραγωγής και διακίνησης».
Όσον αφορά στην απασχόληση, υπάρχουν πάνω από 2000 άμεσες θέσεις εργασίας στον κλάδο, οι οποίες με την ανάπτυξη της μικροζυθοποιίας αναμένεται να αυξηθούν ακόμα περισσότερο, ενώ οι έμμεσες θέσεις εργασίας που αφορούν πελάτες και προμηθευτές ξεπερνούν τις 70.000.
Οι επενδύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στα χρόνια της κρίσης από μικρές και μεγάλες ζυθοποιίες, καθώς και αυτές που προγραμματίζονται για το άμεσο μέλλον ξεπερνούν είναι πολύ σημαντικές».
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του κλάδου αποτελεί η αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης, σύμφωνα με τον κ. Παναγιώτου. «Έχουμε τον τέταρτο υψηλότερο ειδικό φόρο κατανάλωσης στην Ευρώπη γεγονός που ασφαλώς δεν συνάδει με την αγοραστική και καταναλωτική δύναμη του Έλληνα σήμερα. Μία διόρθωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης σε πιο λογικά πλαίσια και έλεγχος της φοροδιαφυγής σε συγκεκριμένους κλάδους αλκοολούχων ποτών, αφενός θα εξασφάλιζε το ίδιο φορολογικό αποτέλεσμα για το κράτος και αφετέρου θα μείωνε τις τιμές των προϊόντων μας καθιστώντας τα πιο προσιτά στο καταναλωτή».
Τέλος, επισημαίνει ότι «η προσπάθεια που ξεκίνησε πριν από ενάμιση χρόνο με την διεύρυνση της Ένωση Ελλήνων Ζυθοποιιών και την συμμετοχή των μικροζυθοποιίων, πιστεύω ότι μπορεί να δώσει σημαντική ώθηση στον κλάδο. Γνωρίζω ότι ο Έλληνας δεν διακρίνεται για το πνεύμα συνεργασίας γενικότερα, αλλά είμαι αισιόδοξος ότι μέσα από την Ένωση θα μπορέσουμε να συμβάλλουμε όλοι στην επίλυση προβλημάτων, προκειμένου να ωφεληθεί συνολικά ο κλάδος και όχι μεμονωμένες εταιρείες».